γυναικόκοσμος

γυναικόκοσμος
ο
πλήθος γυναικών: Στη συναυλία επικρατούσε γυναικόκοσμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυναικόκοσμος — ο 1. πλήθος γυναικών, γυναικομάνι 2. το σύνολο τών γυναικών …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • φουστάνι — το / φουστάνιν, ΝΜ γυναικείο εξωτερικό ένδυμα, φόρεμα νεοελλ. συνεκδ. οι γυναίκες, ο γυναικόκοσμος («όλα του τα λεφτά τού τά φάγε το φουστάνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fustagno < αραβ. Fustāt, ονομ. προαστίου τού Καΐρου, όπου υφαινόταν ορισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”